- ηρέμισις
- ἠρέμισις, ἡ (Α) [ηρεμίζω]καθησύχαση («πράϋνσις, ἠρέμισις ὀργῆς», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠρεμίσεως — ἠρεμίσεω̆ς , ἠρέμισις tranquillizing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)